Όλη η Ελλάδα πάει σινεμά: Είναι το «Υπάρχω» μια πραγματικά καλή ταινία;
Είναι το «Υπάρχω» μία ενδιαφέρουσα, μια ελκυστική ταινία; Αναμφίβολα ναι! Εκπληρώνει γενναία τους όρους ενός άκρως ψυχαγωγικού αλλά και ποιοτικού φιλμ, που δεν ενδίδει στην προχειρότητα.
Με τέτοιο υλικό, με τέτοιο ρεπερτόριο τραγουδιών εγγεγραμμένων, δεκαετίες τώρα, στη συλλογική συνείδηση αλλά και με την υπογραφή ενός Γιώργου Τσεμπερόπουλου, πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά; Άλλωστε, κοινό και ειδήμονες έχουν ήδη αποφανθεί εμφανώς υπέρ.
Κριτική για τη ταινία «Υπάρχω»
Είναι το «Υπάρχω» μία πραγματικά καλή ταινία, αντάξια ενός μύθου, όπως ο Στέλιος Καζαντζίδης, που θα μείνει στην Ιστορία του νέου εγχώριου κινηματογράφου; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό -αν έχει κάποια σημασία- δεν είναι εύκολη. Και πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος να αδικηθούν τόσο η ίδια η ταινία στις προθέσεις της όσο και οι δημιουργοί της. Πόσο μάλλον όταν καλείσαι να χωρέσεις ένα φωνητικό φαινόμενο που στο πέρασμα του προκαλούσε παλλαϊκό παραλήρημα και μαζί του μια ολόκληρη εποχή, σε μία ταινία μόλις δύο και κάτι ωρών.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο Στέλιος Καζαντζίδης υπήρξε ένα είδωλο που λατρεύτηκε με πάθος και κατέκτησε επάξια τη θέση του στο πάνθεον των λαϊκών ηρώων που αντικατόπτρισαν την προδομένη και ενίοτε διχασμένη μας μνήμη. Δεν τραγούδησε απλά την ανέχεια, το περιθώριο, την ξενιτιά, την προσφυγιά, τον αδικημένο, τον κατατρεγμένο, τον μετανάστη. Ενσάρκωσε τον ρόλο αυτό στη ζωή του με ειλικρίνεια και συνέπεια ως το τέλος. Προσφυγικοί συνοικισμοί και απόδημος ελληνισμός ορκίζονταν στο όνομά του. Όσο κι αν, ως ακροατής, έχω διατρέξει ένα μεγάλο κομμάτι της δισκογραφίας του -μιλάμε για πάνω από χίλια τραγούδια- δεν θα ισχυριστώ ότι ανήκω στους ορκισμένους οπαδούς του. Οφείλω βέβαια να πω ότι στις ερμηνείες του σε τραγούδια όπως «Ίσως αύριο» ή «Άσπρο πουκάμισο φορώ» και ασφαλώς στα έξι όλα κι όλα μυθικά άσματα του Άκη Πάνου, δύσκολα μπορώ να αντισταθώ σε μια κατανυκτική ακρόαση, που ακόμα μου φέρνει δάκρυα στα μάτια. Και από την άλλη, όσο κι αν με δυσφορία, στα παιδικά μου χρόνια, τον θυμάμαι να ξιφουλκεί με μανία κατά πάντων, μέσα από τις αχρείαστες υπερβολές τηλεοπτικών εκπομπών της δεκαετίας του 80, όπως οι «Ρεπόρτερ» ή διανοουμένων όπως ο Βασίλης Βασιλικός που τον αποκαλούσε «ήρωα του Κάφκα» ή «καρυδωμένο λαρύγγι», στη διαμάχη του με τη δισκογραφική του εταιρεία, δεν επιτρέπεται να μην αναγνωριστεί η ηθική του ακεραιότητα στην άρνηση μεγάλων χρηματικών αμοιβών και τη σταθερή αποχή του -ήδη από τα μέσα του 60- από τα νυχτερινά κέντρα διασκέδασης.
Αναπόφευκτη αδυναμία διαχείρισης ενός τεράστιου υλικού
Κι επανερχόμαστε στην ταινία. Και στην αναπόφευκτη αδυναμία διαχείρισης ενός τεράστιου υλικού, που οδηγεί μοιραία στην αποσπασματικότητα. Με αποτέλεσμα η εξιστόρηση ενός πολυτάραχου βίου να καταλήγει σε μία συρραφή επεισοδίων, χωρίς άρρηκτη συνέχεια: το τραυματικό βίωμα του εμφυλίου πολέμου, η εκτέλεση του πατέρα από τους χίτες, τα δύσκολα χρόνια στη νέα Ιωνία, τα πρώτα τραγούδια στα τέλη της δεκαετίας του 50, η παθολογική αγάπη στη μητέρα του Γεσθημανή, η θυελλώδης σχέση με την Καίτη Γκρέυ, ο τυφλός Χρυσίνης, ο «Τσάντας», ο Καλδάρας, ο Παπαϊωάννου, ο Χιώτης, ο γάμος με την Μαρινέλλα, η ενίοτε ασφυκτική λατρεία του απλού κόσμου και ασφαλώς η μόνιμα προβληματική σχέση του με την Columbia του Τάκη Β. Λαμπρόπουλου και την Odeon της οικογένειας Μάτσα. Όλα παρουσιάζονται αποσπασματικά και σε μικρές δόσεις, μέσα από αλλεπάλληλα flash-back που δεν αποφεύγουν τα κλισέ, στο πλαίσιο της ιστορικής συνέντευξης που έδωσε στον Γιώργο Λιάνη, στα τέλη της δεκαετίας του 70. Έξυπνο το εύρημα. Βολικό για να συμπεριλάβει ετερόκλητα γεγονότα αλλά και ένα απάνθισμα λαϊκών τραγουδιών! Και είναι μάλλον τα τελευταία που σηκώνουν το βάρος της ταινίας καλώντας το κοινό νοσταλγικά να τα σιγοψυθιρίζει, καθώς ακούγονται από γραμμόφωνα, πικάπ, νυχτερινά μαγαζιά, στούντιο ηχογράφησης, τζουκμπόξ αλλά και πρόβες του πρωταγωνιστή. Η ταινία επιλέγει μια ακαδημαϊκή προσέγγιση με χρονικά γραμμική παρουσίαση των επεισοδίων, γεγονός που δεν της επιτρέπει να απογειωθεί, να γοητεύσει και -γιατί όχι;- να σοκάρει. Ο Τσεμπερόπουλος διεκπεραιώνει μια τίμια ταινία, με βαθιά αγάπη για τον Στέλιο, δεν αντιλέγει κανείς. Ωστόσο, η προηγούμενη ταινία του, ένα πραγματικό κομψοτέχνημα («Ο εχθρός μου») καλλιεργούσε προσδοκίες για κάτι υψηλότερο, τουλάχιστον λιγότερο προβλέψιμο από την εικονογράφηση πασίγνωστων στιγμιότυπων με θρυλικές ατάκες από την ζωή του Στέλιου. Εδώ το ενδιαφέρον σενάριο της Κατερίνας Μπέη ήθελε χτένισμα ακόμα. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κάποιες σκηνές δεν αποδόθηκαν με έμπνευση, όπως το πλήθος στην παραλία έξω από το εξοχικό κέντρο «Λουξεμβούργο», που απολαμβάνει τη στεντόρεια φωνή του Στέλιου, καθώς δεν διαθέτει την οικονομική δυνατότητα να τον ακούσει από κοντά (ακόμα και το τραμ -λέει ο μύθος- έκανε στάση, κατά τη διάρκεια του προγράμματος, για να ακούσει το επιβατικό κοινό έστω ένα τραγούδι!). Ή η σκηνή με τον θαμώνα που σπάει το μπουκάλι και το καρφώνει στο μέτωπο χορεύοντας ζεϊμπέκικο με τα αίματα να τρέχουν, όσο ο Στέλιος τραγουδάει «μα κανένας δε μου φταίει για το χάλι μου, σπάσιμο θέλει το κεφάλι μου». Η μυθική συνάντηση με τον Άκη Πάνου είχε τις προδιαγραφές για σκηνή ανθολογίας, εντούτοις έμεινε κι αυτή ανολοκλήρωτη. Δεν δόθηκε έκταση, επίσης, σε μια σκοτεινή σελίδα της Ιστορίας, αυτής των εκβιασμών και των πιέσεων που μαγαζάτορες της νύχτας και μπράβοι του υποκόσμου ασκούσαν στον Καζαντζίδη και τον οδήγησαν στην οριστική φυγή από τα νυχτερινά μαγαζιά. Η φορτισμένη σκηνή που αναπαριστά ο Γιάννης Παπαϊωάννου στην αυτοβιογραφία του («Ντόμπρα και σταράτα»), με τους ιδιοκτήτες των κέντρων, με τα μαχαίρια και τα πιστόλια επιδεικτικά εκτεθειμένα, στην οποία ο ίδιος και ο τρομοκρατημένος Καζαντζίδης ήταν παρόντες, είχε πολύ ψωμί. Τί κρίμα που απουσιάζει από την ταινία…
Στη συνέχεια, ο Τάκης Β. Λαμπρόπουλος, ο θρυλικός ιδιοκτήτης της Columbia, νομίζω πως αδικείται ως κυνικός έμπορος στην ταινία, παρά την έξοχη ερμηνεία του Νίκου Ψαρρά ενώ, δυστυχώς, αποφεύγεται η όποια εμβάθυνση στο πλέον ενδιαφέρον κεφάλαιο, που αφορά στην πολύχρονη διαμάχη του ερμηνευτή με την εταιρεία Minos. Αντίθετα, δεν απουσιάζει μια ολοφάνερη απόπειρα εξωραϊσμού ενός αδικημένου λαϊκού ειδώλου, που σπεύδουν να εκμεταλλευτούν οι αδίστακτοι εταιρειάρχες. Μη λησμονούμε, ωστόσο, ότι και ο Στέλιος υπήρξε δύσκολος χαρακτήρας, όχι πάντα συνεπής στις συμβατικές του υποχρεώσεις και τελοσπάντων η αλήθεια έχει πάντα δύο όψεις. Πάντως, για μια ταινία με εμμονή στην ιστορική ακρίβεια, η ατάκα της Μαρινέλλας «θα φύγουμε από την Columbia και θα πάμε στη Μίνος», όταν, στα μέσα της δεκαετίας του 60, η εταιρεία ονομαζόταν ακόμα Odeon, αλλά και η αναπαράσταση των γραφείων της εταιρείας με τις ετικέτες των δίσκων 45 στροφών σε μεγάλους δίσκους των 33 στροφών και μάλιστα μιας πενταετίας μετά (!), για τους φίλους της λεπτομέρειας, είναι σφάλματα που δεν περνούν απαρατήρητα.
Η ταινία ολοκληρώνεται με την κυκλοφορία του εμβληματικού δίσκου «Υπάρχω» στα 1975. Ο ίδιος, αδυνατώντας να διαχειριστεί την τεράστια επιτυχία των τραγουδιών αυτών, θα αποσυρθεί και από την ενεργό δισκογραφία για τα επόμενα έντεκα χρόνια. Όταν θα επιστρέψει, το λαϊκό τραγούδι έχει πλέον αλλάξει θεματολογία και ύφος και ο ίδιος, με ελάχιστες εξαιρέσεις (όπως το «Βραδιάζει»), δεν θα κατορθώσει να επαναλάβει το θρίαμβο του παρελθόντος…
Ο Χρήστος Μάστορας ως Καζαντζίδης
Θα ήταν άδικο να αξιώσουμε από τον νεαρό και ταλαντούχο πρωταγωνιστή Χρήστο Μάστορα να πλησιάσει το ερμηνευτικό βάθος ενός Στέλιου Καζαντζίδη. Ως ηθοποιός καταθέτει αξιοπρεπέστατη ερμηνεία. Πάντως, κλήθηκε να σηκώσει ένα μεγάλο βάρος. Και το κατορθώνει με επάρκεια. Στην κίνηση, στην έκφραση του προσώπου και στην ερμηνεία του, κυρίως μετά τη μέση της ταινίας, είναι στιγμές που «ψήνεσαι» ότι βλέπεις τον ίδιο τον Στέλιο να τραγουδάει! Εξαίρετη και η Κλέλια Ρένεση ως Καίτη Γκρέυ. Πραγματικά, κλέβει την παράσταση
Είναι πολλοί οι λόγοι, που αξίζει να παρακολουθήσει κανείς αυτή την ταινία. Παρά τις όποιες -αναπόφευκτες τονίζω- αδυναμίες της. Γιατί και ουσιαστική ψυχαγωγία συνιστά και σελίδες της νεότερης ζώσας ιστορίας μας ανασύρει, κυρίως σε ένα νεανικό κοινό που κυριευμένο από περιέργεια θα εξακολουθήσει την αναζήτηση για το λαϊκό μας τραγούδι και τους εθνικούς ήρωες που το διαμόρφωσαν. Για τους μεγαλύτερους, μένει μια βαθιά και τρυφερή νοσταλγική συγκίνηση. Και αυτό δεν το λες καθόλου λίγο…
Ακολουθήστε το Live-sports365.com στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δεν υπάρχουν σχόλια: